- υψογραφία
- η, Ν1. αναπαράσταση σε τοπογραφικό χάρτη τής ανάγλυφης μορφής τού εδάφους, η οποία γίνεται με υψομετρικές καμπύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypsography (< ύψος + -γραφία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοφωτοχάρτης — ο αεροφωτοχάρτης που αποτελείται από ορθοφωτογραφίες και περιέχει, εκτός από ειδική συμπλήρωση, την επεξεργασία τής οριζοντιογραφίας και την υψογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. οrthophotocarte < ορθ(ο) * + φως, φωτός + χάρτης] … Dictionary of Greek
τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… … Dictionary of Greek
υψογραφικός — ή, ό, Ν [υψογραφία] 1. αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη τού εδάφους ή τα βάθη τής θάλασσας 2. φρ. «υψογραφική καμπύλη» η υψομετρική καμπύλη … Dictionary of Greek